-
1 флаг
флаг м η σημαία· государственный \флаг η σημαία του Έθνους* поднять (спустить) \флаг υψώνω (υποστέλλω) τη σημαία* * *мη σημαίαгосуда́рственный флаг — η σημαία του Έθνους
подня́ть (спусти́ть) флаг — υψώνω (υποστέλλω) τη σημαία
-
2 σημαία
η прям., перен. знамя, флаг;υψώνω (υποστέλλω) τη σημαία — поднимать (спускать) флаг;
. υψώνω τη σημαία της πάλης — поднимать знамя борьбы;
υψώνω τη σημαία της ανταρσίας — поднимать бунт, мятеж;
καλούμαι υπό τάς σημαίας — быть призванным под знамёна, быть мобилизованным;
υπηρετώ υπό τάς σημαίας — быть солдатом;
τάσσομαι υπό την σημαίαν κόμματος — примыкать к партии; — вступать в ряды партии;
κάτω από τη σημαία ( — или υπό την σημαίαν) τού σοσιαλισμού — под знаменем социализма
-
3 флаг
флагм ἡ σημαία, ἡ παντιέρα:поднимать \флаг ὑψώνω τή σημαία· спускать \флаг ὑποστέλλω τή σημαία· приспустить \флаг (в знак траура) ὑποστέλλω τή σημαία μεσίστιο, βάζω μεσίστιο τή σημαία· украшать \флагами σημαιοστολίζω· под \флагом чего́-л. перен μέ τό πρόσχημα, μέ τή μάσκα. -
4 флаг
η σημαίαспускать - υποστέλλω τη -, κατεβάζω τη -сигнальный - σημάτων/σηματοδότησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > флаг
-
5 флаг
-а α.σημαία, παντιέρα, το λάβαρο•государственный флаг η κρατική σημαία•
поднимать флаг υψώνω τη σημαία•
спустить флаг κατεβάζω τη σημαία•
припустить флаг υποστέλλω τη σημαία•
выкинуть белый флаг σηκώνω άσπρη σημαία•
парламентарский флаг σημαία διαπραγματεύσεων•
бело-голубой греческий флаг η γαλανόλευκη ελληνική σημαία•
красный флаг κόκκινη σημαία.• зелёный флаг πράσινη σημαία•
украшать -ами σημαιοστολίζω.
εκφρ.держать (свой) флаг – (για πλοίαρχο) υπηρετώ στο καράβι•остаться за -ом – α) μένω,πίσω από το τέρμα (στην ιπποδρομία), β) μτφ. υστερώ, υπολείπομαι (από τους άλλους)•под -ом марксизма-ленинизма – κάτω από τη σημαία του μαρξισμού-λενινισμού (με γνώμονα το μαρξισμό-λενινισμό).